μοντερνίζω

μοντερνίζω
1. μετ. модернизировать;
2. αμετ. 1) следовать моде; 2) быть приверженцем новых идей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μοντερνίζω" в других словарях:

  • μοντερνίζω — [μοντέρνος] ακολουθώ τη μόδα, νεωτερίζω …   Dictionary of Greek

  • μοντερνίζω — μοντέρνισα, ακολουθώ τη μόδα, καινοτομώ: Πολλές κοπέλες μοντερνίζουν φορώντας ρούχα που δεν τις κολακεύουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεωτερίζω — (ΑΜ νεωτερίζω) [νεώτερος] επιχειρώ κάτι το καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», Πλάτ.) νεοελλ. ασπάζομαι νεώτερες αντιλήψεις γύρω από ένα ζήτημα, εγκολπώνομαι νέα συστήματα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»